- ευρύτιμος
- εὐρύτιμος, -ον (Α)αυτός που τιμάται παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί-τιμος, ομό-τιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εὐρυτίμου — Εὐρύτιμος honoured far and wide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
εὐρυτίμου — εὐρυτί̱μου , εὐρύτιμος honoured far and wide masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)